μελαμπύγου

μελαμπύγου
μελάμπυγος
black-bottomed
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μελαμπύγου — Μελάμπυγος black bottomed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάμπυγος — μελάμπυγος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως σημείο σωματικής δύναμης και ανδρείας 2. το αρσ. ως ουσ. ό μελάμπυγος προσωνυμία τού Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῡθεν μελάμπυγός τε τοῑς ἐχθροῑς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”